- σκωρνυφία
- σκωρνυφία, ἡ,= σκάνδαλον, Epich.94;A = τὰ ὁσιώδη χρέα (i.e. ὀστώδη κρέα) Id.129.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκωρνυφία — ἡ, Α (κατά τον Επίχ.) 1. παγίδα που στήθηκε από εχθρό 2. στον πληθ. αἱ σκωρνυφίαι «τὰ ὁσιώδη χρέα», δηλ. τα κρέατα με κόκαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. τ.] … Dictionary of Greek
σκωρνυφίαν — σκωρνυφίᾱν , σκωρνυφία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)